- μυαλό
- και μνυαλό, το (Μ μυαλό και μυαλόν)1. εγκέφαλος («με αλοσκόρπιστα μυαλά», Σολωμ.)2. ο μυελός τών οστών, το μεδούλι («αυτό το κόκαλο είναι γεμάτο μυαλό»)3. ο νωτιαίος μυελός4. νους, κρίση, διάνοια («κοφτερό μυαλό»)5) φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα («αν είχε μυαλό δεν θα είχε καταντήσει τώρα έτσι»)4. σκέψηνεοελλ.1. φρ. «είναι σαν μυαλό» (για φαγητό) είναι τρυφερό, μαλακό2. φρ. α) «αυτός είναι μυαλό» και «έχει γερό μυαλό» και «έχει τετραγωνικό μυαλό» — είναι άνθρωπος με ορθή και διαυγή κρίση, είναι πολύ ευφυήςβ) «έχει θηλυκό μυαλό» ή «γεννάει το μυαλό του» — είναι ευφυής, είναι επινοητικός, εφευρετικόςγ) «έχασε τα μυαλά του» — τρελάθηκεδ) «πήραν τα μυαλά του αέρα» — επιθυμεί και επιδιώκει τα ανέφικτα ή υπερεκτιμά τις δυνάμεις του και γίνεται αλαζόναςε) «τού πήρε το μυαλό» — τού ενέπνευσε σφοδρό έρωταστ) «δεν έπηξε ακόμη το μυαλό του» — είναι ακόμη πνευματικά ανώριμος, φέρεται ακόμη επιπόλαιαζ) «μυαλό κουκούτσι» — λέγεται για κάποιον που είναι κουτός, ανόητοςη) «τα μυαλά σου και μια λύρα και τού μπογιατζή ο κόπανος» — λέγεται ως επίπληξη σε κάποιον που δίνει εσφαλμένες απαντήσεις ή μιλά ασυνάρτητα και ανόηταθ) «πού είχες το μυαλό σου;» — γιατί δεν πρόσεξες ή γιατί δεν προνόησες;ι) «τού φάνη το γουλί μυαλό και το ζουμί του μέλι» — λέγεται για κάποιον που πεινά πολύια) «δεν έχω μυαλό για δουλειά» — δεν μπορώ να συγκεντρωθώμσν.το κρανίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μυελόν < μυαλός < μυελός, με αλλαγή γένους κατά το γένος τών λ. κρανίο, κεφάλι (πρβλ. η πεύκη > πεύκο, η ελάτη > έλατο, κατά το δέντρο)].
Dictionary of Greek. 2013.